
Είναι μία σημαντική ασθένεια που προσβάλλει στη χώρα μας τη ροδακινιά, νεκταρινιά, βερυκοκιά και κερασιά. Επίσης ξενιστές είναι και μηλιά, αχλαδιά, βυσσινιά, αμυγδαλιά, δαμασκηνιά. Η ασθένεια μπορεί να προκαλέσει απότομη ξήρανση νεαρών δέντρων ή σταδιακή εξασθένιση δέντρων μεγαλύτερης ηλικίας με αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγικής ζωής τους.
Συμπτώματα

Τα συμπτώματα της ασθένειας εμφανίζονται με τη μορφή έλκους σε βλαστούς 1-2 ετών αργά το φθινόπωρο ή νωρίς την άνοιξη. Ο σχηματισμός των ελκών αυτών αρχίζει συνήθως γύρω από οφθαλμούς, τις ουλές από την πτώση των φύλλων ή μηχανικές πληγές (έντομα, χαλάζι, παγετός) με τη μορφή ελαφρά βυθισμένων περιοχών. Η επιφάνεια των νεαρών ελκών παραμένει άθικτη, ενώ στα μεγαλύτερα ηλικίας έλκη σχίζεται συνήθως στο κέντρο. Αυτά επεκτείνονται κατά μήκος των βλαστών, προκαλώντας νέκρωση οφθαλμών, ενώ σε μερικές περιπτώσεις περιβάλλουν νεαρούς βλαστούς με αποτέλεσμα την ξήρανσή τους. Τα προσβεβλημένα δέντρα το φθινόπωρο, εντοπίζονται εύκολα νωρίς την άνοιξη λόγω μη έκπτυξης μερικών οφθαλμών ή νέκρωσης κορυφής βλαστών. Συχνά εμφανίζεται έκκριση κόμμεος στους προσβεβλημένους ιστούς. Στην επιφάνεια των ελκών και των νεκρών βλαστών μετά από 2-3 εβδομάδες ή και 6 μήνες από νέκρωση φλοιού εμφανίζονται τα πυκνίδια του παθογόνου (μελανά υπερυψωμένα στίγματα). Τα περιθήκια εμφανίζονται πολύ αργότερα συνήθως 2-3 χρόνια μετά.
Αίτιο – Συνθήκες ανάπτυξης

Παθογόνο αίτιο της ασθένειας είναι ο μύκητας Cytospora leucostoma που μολύνει με τα πυκνιδιοσπόρια τα οποία θεωρητικά παράγονται όλο το χρόνο εφόσον υπάρχει βροχή, τεχνητή άρδευση ή υψηλή σχετική υγρασία. Επικίνδυνες περίοδοι για μολύνσεις είναι αργά το φθινόπωρο (Οκτώβριος) και νωρίς την άνοιξη, όταν τα δέντρα βρίσκονται σε κατάσταση ληθάργου. Πύλες εισόδου των παθογόνων είναι οι ουλές των φύλλων, οι τομές κλαδέματος, οι σχισμές από χαλάζι, οι οφθαλμοί ή βλαστοί που νεκρώθηκαν από χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα, οι ουλές από ξυλοφάγα έντομα ή από ηλιοκαύματα κ.α.
Αντιμετώπιση της ασθένειας
Βασίζεται κυρίως σε καλλιεργητικά μέτρα υγιεινής που σκοπό έχουν τη διατήρηση των οπωρώνων σε καλή φυσιολογική κατάσταση (ισορροπημένη λίπανση – όχι υπερβολική αζωτούχος) κι αποφυγή ζημιών από παγετούς, καύσωνες, έντομα. Επίσης να αποφεύγεται η άρδευση των δέντρων με τεχνητή βροχή γιατί ευνοεί τη διασπορά των μολυσμάτων. Επιβάλλεται όψιμο κλάδεμα με ξηρό και σχετικά ζεστό καιρό. Καλό είναι να αποφεύγονται οι μεγάλες τομές στο κλάδεμα που επουλώνονται αργά και τα προσβεβλημένα δέντρα φυσικά να κλαδεύονται τελευταία. Πολύ σημαντική είναι η αφαίρεση, απομάκρυνση και κάψιμο των προσβεβλημένων βλαστών κλάδων και βραχιόνων.
Απαραίτητοι κρίνονται τρεις τουλάχιστον ψεκασμοί ο πρώτος το φθινόπωρο, μέσα Σεπτεμβρίου περίπου, με captan ή dodine (Syllit) + thiophanate methyl (Νεοτοψίν), ο δεύτερος αμέσως μετά την πτώση των φύλλων με τα συνήθη χαλκούχα σκευάσματα και ο τρίτος την άνοιξη με captan ή dodine (Syllit) + thiophanate methyl (Νεοτοψίν).